-
1 κεφάλι
τό1) голова (человека, животного); 2) голова, штука (скота); 3) шляпка (гвоздя и т. п.); 4) голова (сахару); головка (чесноку, сыра и т. п.);§ γερό κεφάλι — умная голова;
αγύριστο ( — или μουλαρήσιο) κεφάλι — упрямец;
ξερό κεφάλι — тупица;
σηκώνω κεφάλι — поднимать голову;
δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη μελέτη — уйти с головой в учёбу;
βάζω ( — или κόβω) το κεφάλι μου πώς... — ручаюсь головой, голову даю на, отсечение, что...;
σπάζω το κεφάλι μου — ломать себе голову;
βγάζω απ' το κεφάλι μου — а) выбрасывать что-л, из головы; — б) выдумать, взять что-л, из своей головы;
δεν έχει κεφάλι — он совсем безмозглый (человек);
παίζω το κεφάλι μου — рисковать головой;
είμαι ένα κεφάλι πιό ψηλά από κάποιον — быть на голову выше кого-л.;
πληρώνω με το κεφάλι μου — поплатиться головой (за что-л.);
κατεβάζει ( — или κόβει) το κεφάλι του — у него котелок варит;
δεν κατεβάζω το κεφάλι — не склонять головы;
βάζω στο κεφάλι μου — вбить, забрать себе в голову
-
2 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
3 спускать
спускатьнесов1. (опускать) κατεβάζω:\спускать занавеску κατεβάζω τό παραπέτασμα· \спускать паруса κατεβάζω τά πανιά, ὑποστέλλω τά ίστία· \спускать курок πιέζω τή σκανδάλη·2. (на воду) καθελκύω, καθέ-λκω:\спускать корабль καθέλκω πλοΐον \спускать шлюпку κατεβάζω τή βάρκα·3. (выпускать \спускать о воде, воздухе) βγάζω/ ἀδειάζω (тк. о воде):\спускать воду из пруда ἀδειάζω τό νερό ἀπό τή δεξαμενή·4. (прощать) разг συγχωρώ, παραβλέπω·5. (растрачивать) разг χάνω:\спускать все (в азартной игре) τά χάνω ὅλα στό παιγνίδι· ◊ \спускать директивы, инструкции στέλνω ὁδηγίες· не \спускать глаз с кого-л. δέν ξεκολλώ τά μάτια μου ἀπό κάποιον \спускать с цепи́ λύνω· \спускать собак на кого́-л. βάζω τά σκυλιά νά χυμήξουν πάνω σέ κάποιον \спускать кого́-л. с лестницы разг γκρεμίζω κάποιον ἀπό τή σκάλα \спускаться1. κατεβαίνω:\спускаться по лестнице κατεβαίνω τή σκάλα·2. (вниз по реке) κατεβαίνω τό ποτάμι, κατέρχομαι τόν ποτα-μόν, πλέω προς τίς ἐκβολές. -
4 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
5 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
6 αφτί
το1) ухо;γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;
βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;
βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;
τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;
2) слух;έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;
τρυπ τ' αφτιά — резать слух;
δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;
4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);βάζω αφτί — прислушиваться;
τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;
έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;
είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;
κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);
μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;
αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;
δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;
λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;
του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;
κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;
φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;
ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;
απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;
από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;
μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;
δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;
του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;
είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;
από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;
κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши -
7 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση). -
8 μούτρο
τό1) груб. лицо; рожа, морда;θα σού σπάσω τα μούτρα — я тебе набью морду;
2) (противная) морда (о человеке);§ κατεβασμένα ( — или κρεμασμένα) μούτρα — надутая, постная физиономия;
ξινισμένα μούτρα — кислое лицо, кислая рожа;
ξινίζω ( — или στραβώνω) τα μούτρα μου — корчить кислую рожу;
κάνω μούτρα — притворяться недовольным, сердитым;
μας κάνει ( — или κρεμάει) μούτρα — он дуется на нас;
κατεβάζω ( — или κρεμάω) τα μούτρα μου — а) повесить нос; — б) опустить голову (в знак вины); — в) дуться (на кого-л.);
έχει μούτρα και μιλάει ακόμα — он ещё смеет говорить;
παίρνω τα μούτρα μου — а) почувствовать себя неловко; — б) осмеливаться, набираться храбрости, наглости;
δεν είναι γιά τα μούτρα σου — это не для таких, как ты, это не про вас;
πέφτω ( — или ρίχνομαι) με τα μούτρα σε... — а) с головой окунуться, уходить в...; — б) наброситься (на еду и т. п.);
μας το χτύπησε στα μούτρο — он бросил нам это прямо в лицо (о словах);
με τί μούτρα να παρουσιαστώ μπροστά του — или δεν 2χω μούτρα να τον ιδώ — какими глазами я буду смотреть на него;
μούτρα γιά σιδέρωμα! — бесстыжая рожа!
-
9 пропустить
ρ.σ.μ.1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.2. εξυπηρετώ•столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.
|| περνώ•пропустить нитку через уш-κο•
иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.
|| διατρυπώ• διαπερνώ•пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.
|| διοχετεύω•пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.
|| κόβω•пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.
|| εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).
3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.
|| επιτρέπω την είσοδο•пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.
(αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.
4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.
|| απουσιάζω•пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.
6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.εκφρ.никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία. -
10 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
11 άστρο(ν)
τό1) светило; звезда;άστρο(ν) της ημέρας — дневное светило, солнце;
άστρο(ν) της νύχτας — луна;
άστρο(ν) της αυγής — утренняя звезда;
της τραμουντάνας ( — или της κλαδευτήρας) — северная звезда;2) судьба, звезда (чья-л.);3) бот. астра; 4) звёздочка (на погонах и т. п.);§ μιλώ ( — или κουβεντιάζω) με τ' άστρα — а) предсказывать судьбу по звёздам;
б) витать в облаках, утратить связь с реальностью;κατεβάζω τ' άστρα — давать невыполнимые обещания;
οδηγό άστρ — путеводная звезда;
δεν έσμιξαν τ' άστρα τους они друг другу не пара;εφόρεσε τον ουρανό με τ' άστρα — она разоделась в пух и прах
-
12 голова
-ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.1. κεφάλι, -ή•голова болит το κεφάλι πονά•
повернуть -у στρέφω το κεφάλι•
лысая φαλακρό κεφάλι•
отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.
2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•светлая голова φωτεινό μυαλό•
пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•
замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•
быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.
3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•
городской (παλ,) δήμαρχος.
4. κεφαλή φάλαγγας.5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•
голова сыра κεφάλι τυριού.
εκφρ.без -ы – ανόητος, κουτός•с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•закружилось в -е – ζαλίστηκα•голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•- у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). -
13 усидеть
усижу, усидишь ρ.σ.1. κάθομαι, κρατιέμαι στη θέση μου•едва он -ел от боли αυτός μόλις μπόρεσε να κρατηθεί στη θέση του από τον πόνο.
2. παραμένω•ни одного дня не могу усидеть дома ούτε μια μέρα δεν μπορώ να κα-θήσω στο σπίτι•
секретарь -ел, несмотря на изменения ο γραμματικός παρέμεινε στη θέση του, παρά τις αλλαγές.
3. и- (απλ.) βλ. засидеть.4. и- (απλ.) κάθομαι για φαγητόήγια πιοτό• τρώγω• πίνω• κατεβάζω.
См. также в других словарях:
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… … Dictionary of Greek
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
κακιώνω — και κακιώνομαι [κακία] 1. θυμώνω, οργίζομαι, δυσαρεστούμαι, ψυχραίνομαι με κάποιον, κατεβάζω μούτρα 2. παροιμ. α) «κάκιωσ ο καλόγερος κι έκαψε τα ρούχα του» για αυτόν που εξοργίζεται και βλάπτει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να βλάψει εκείνον… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
ακατέβαστος — η, ο 1. εκείνος που δεν τόν έχουν κατεβάσει «ακατέβαστα πανιά» 2. εκείνος που δεν έχει κατέβει χαμηλότερα από την ψηλότερη τοποθεσία όπου διαμένει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κατεβαστός < κατεβάζω] … Dictionary of Greek
χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
καταλύω — (AM καταλύω) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. (ιδίως για πολιτικά συστήματα, κράτη, εξουσίες) καταργώ, ανατρέπω, διαλύω 3. τρώγω κατ εξαίρεση τροφή που δεν είναι νηστήσιμη νεοελλ. 1. (για τμήμα στρατού) σταθμεύω κάπου για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση 2 … Dictionary of Greek
υποτιμώ — ὑποτιμῶ, άω, ΝΜΑ [τιμῶ] 1. ελαττώνω, κατεβάζω την τιμή πώλησης (α. «η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να υποτιμήσει τη δραχμή» β. «ἰχθὺν ὑποτιμῶν», Αλεξ.) 2. κρίνω ή παρουσιάζω κάποιον ή κάτι ως κατώτερο από ό,τι είναι (α. «υποτιμά τις ικανότητες τού… … Dictionary of Greek